- μυδριατικός
- -ή, -ό [μυδρίαση]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυδρίαση2. αυτός που πάσχει από μυδρίαση3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυδριατικάφαρμακευτικά παρασκευάσματα που έχουν την ιδιότητα να προκαλούν μυδρίαση.
Dictionary of Greek. 2013.